- στίμμισμα
- στίμμισμα, ατος, τό, in pl.,A blackening with
στίμμι, τῶν ὀφθαλμῶν Crito
ap.Gal.12.447, Hsch. s.v. ὑπογράμματα (στημί- cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στίμμι, τῶν ὀφθαλμῶν Crito
ap.Gal.12.447, Hsch. s.v. ὑπογράμματα (στημί- cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στίμμισμα — τὸ, Α [στιμ(μ)ίζω] το ψιμύθιο που παρασκευαζόταν από στίμμι («στιμμίσματα τῶν ὀφθαλμῶν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
στιμμίσματα — στίμμισμα blackening with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)